ῥυθμίσει

ῥυθμίσει
ῥύθμισις
shaping
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ῥυθμίσεϊ , ῥύθμισις
shaping
fem dat sg (epic)
ῥύθμισις
shaping
fem dat sg (attic ionic)
ῥυθμίζω
bring into a measure of time
aor subj act 3rd sg (epic)
ῥυθμίζω
bring into a measure of time
fut ind mid 2nd sg
ῥυθμίζω
bring into a measure of time
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • αρμενίζω — (AM ἀρμενίζω) ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους) μσν. νεοελλ. 1. αποπλέω, ξεκινώ 2. κάνω ώστε ν αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά νεοελλ. φρ. 1. «αρμενίζει καλά» έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του 2. «που αρμενίζει …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • διαμονή — Ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πρόχειρη ή προσωρινή εγκατάσταση ενός προσώπου. Ο όρος παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που η δ. δεν μπορεί να αποδειχτεί. Σε πολλές περιπτώσεις, ο νόμος αρκείται στον τόπο της δ. για να ρυθμίσει… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμίζω — ῥυθμίζω ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. προσδίδω σε κάτι ρυθμό, συμμετρία ή κανονικότητα ή και ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να κινείται ή να λειτουργεί κάτι με ρυθμό (α. «ρυθμίζω την ταχύτητα τών μηχανών» β. «περιόδους ῥυθμίζειν», Πλούτ.) 2. (κατ επέκτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Βρυέννιος — Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας. 1. Θεόκτιστος (9ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Με εντολή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας στράφηκε το 849 εναντίον των Σλάβων της Πελοποννήσου, τους οποίους κατόρθωσε να περιορίσει στην περιοχή του Ταϋγέτου, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ζωίλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ρήτορας από την Αμφίπολη. Αντίπαλος του Ισοκράτη, έγραψε και ιστορικά βιβλία, κυρίως όμως οφείλει τη φήμη του στις επικρίσεις του εναντίον του Ομήρου (εννέα λόγοι Κατά της Ομήρου ποιήσεως), εξαιτίας των οποίων του απέδωσαν με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”